τοσουτοπλάσιος

τοσουτοπλάσιος
-ον, Α
τόσες πολλές φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσοῦτος + -πλάσιος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τοσουτοπλάσιος — so many times as great masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσουτοπλάσιον — τοσουτοπλάσιος so many times as great masc/fem acc sg τοσουτοπλάσιος so many times as great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”